- ελευθερία
- ελευθερία, η και λευτεριά, η1. η ανεξαρτησία, η έλλειψη κάθε καταναγκασμού.2. η κατάσταση λαού ή ανθρώπου που δεν καταπιέζεται από τυραννικό καθεστώς ή από ξένη κατοχή: Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά - και σαν πρώτ' αντρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, λευτεριά (Δ. Σολωμός).3. η κατάσταση ανθρώπου που δεν είναι φυλακισμένος ή δεν εξαρτιέται από άλλον.4. (νομ.), η δυνατότητα του πολίτη να κάνει ή να μην κάνει κάτι στα όρια των νόμων.5. ευχέρεια, άνεση: Δεν έχει ελευθερία κινήσεων.6. τοκετός, λευτέρωμα: Η λευτεριά της έγινε σε κλινική.7. ως κύρ. όν., Ελευθερία όν. γυναικών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.